-
1 πολύχοος
A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA 629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3;πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1
;τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3
: metaph. of a writer or orator, copious,τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102
M., cf. Rh.1.157 S.2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56.II manifold, various, Arist.Rh. 1418b9: [comp] Comp. ;πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10
; variety,Ptol.
Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3;ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a
;π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21
.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813
.2 frequent,π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4
, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχοος
См. также в других словарях:
πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek